ιδιότροπος

ιδιότροπος
-η, -ο
επίρρ.
1. ιδιόρρυθμος: Ιδιότροπο σχήμα.
2. παράξενος: Ιδιότροπος άνθρωπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰδιότροπος — peculiar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… …   Dictionary of Greek

  • ἰδιοτροπώτερον — ἰδιότροπος peculiar masc acc comp sg ἰδιότροπος peculiar neut nom/voc/acc comp sg ἰδιότροπος peculiar adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοτρόπως — ἰδιότροπος peculiar adverbial ἰδιότροπος peculiar masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιότροπον — ἰδιότροπος peculiar masc/fem acc sg ἰδιότροπος peculiar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοτρόπου — ἰδιότροπος peculiar masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοτρόπους — ἰδιότροπος peculiar masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοτρόπων — ἰδιότροπος peculiar masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοτρόπῳ — ἰδιότροπος peculiar masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιότροπα — ἰδιότροπος peculiar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”